κρούσταλλο

κρούσταλλο
1. τό
1) см. κρύσταλλο[ν]; 2) прям. , перен. лёд, кусок льда;

τα χέρια σου είναι κρούσταλλο — у тебя ледяные руки;

2. επίθ.
1) кристальный, прозрачный; 2) ледяной

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κρούσταλλο" в других словарях:

  • κρούσταλλο — το 1. κρύσταλλο, διαφανές γυαλί 2. (για τρεχούμενο νερό) ψυχρό και διαυγές σαν το κρύσταλλο 3. ο πάγος που σχηματίζεται από το ατμοσφαιρικό ψύχος 4. καθεμιά από τις μικρές στήλες πάγου σε σχήμα σταλακτίτη που δημιουργούνται τον χειμώνα στις… …   Dictionary of Greek

  • κρούσταλλο — το 1. κρύσταλλος. 2. πάγος. 3. ο διαφανής και διαυγής όπως ο κρύσταλλος. 4. κάθε πράγμα ψυχρό σαν το κρύσταλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρουσταλλιάζω — [κρούσταλλο] 1. (για νερό) παγώνω, γίνομαι κρύσταλλο 2. (για σωματικά άκρα) κρυώνω πάρα πολύ, παγώνω, κοκαλιάζω …   Dictionary of Greek

  • κρουσταλλοβραχιονάτος — η, ο αυτός που έχει βραχίονες όμορφους και γερούς σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρούσταλλο + βραχίονας + κατάλ. άτος] …   Dictionary of Greek

  • κρουσταλλοπηγή — η πηγή απ όπου αναβλύζει δροσερό και διαυγές νερό σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρούσταλλο + πηγή] …   Dictionary of Greek

  • κρουσταλλόπαγος — ο πάγος διαυγής, ολοκάθαρος και σκληρός σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρούσταλλο + πάγος (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, παθ. αόρ. τού πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • κρουσταλλιάζω — κρουστάλλιασα, κρουσταλλιασμένος 1. γίνομαι κρούσταλλο, παγώνω. 2. φρ., «Kρουστάλλιασαν τα χέρια μου», πάγωσαν τα χέρια μου τόσο πολύ, ώστε μου φαίνονται σαν να έχουν γίνει κρύσταλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρύσταλλος — κρύσταλλος, ο και κρούσταλλο, το και κρουστάλλι, το 1. διαφανής και διαυγής πάγος. 2. η κρυσταλλωμένη πάχνη. 3. καθετί που είναι καθαρό και σαφές: Η υπόθεση είναι κρύσταλλο. 4. διαυγέστατο γυαλί που περιέχει μόλυβδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πήζω — έπηξα, πηγμένος 1. μτβ., κάνω κάτι από υγρό στερεό: Έπηξα το γάλα τυρί. 2. αμτβ., γίνομαι από υγρό στερεό: Και στις ασπίδες έπηζε το κρούσταλλο τριγύρω (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 3. μτφ., ωριμάζω, φρονιμεύω: Είναι παιδί και το μυαλό του δεν έπηξε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»